Το 1905 ο Πέτρος Θωμόπουλος, εξαίρετος μαθητής στη τέχνη της απόσταξης που έμαθε από τον πατέρα του στην περιοχή της Καλαμάτας, δημιουργεί ένα ξεχωριστό ούζο. Το Ούζο Sans Rival (=ασυναγώνιστο, χωρίς ανταγωνισμό) έμελλε να καθιερωθεί ως ένα κλασσικό, παραδοσιακό, ελληνικό ούζο υψηλής ποιότητας, με σημαντικές διακρίσεις.
Το 1925 η εταιρεία μεταφέρει τις παραγωγικές εγκαταστάσεις της στον Πειραιά. Η φήμη της εξαπλώνεται πολύ γρήγορα, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και σε όλο τον απόδημο ελληνισμό, δημιουργώντας σταδιακά μια μεγάλη εξαγωγική εξάπλωση από τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής και τον Καναδά μέχρι την Σομαλία, το Σουδάν και την Αυστραλία.
Tο 1953 ο Χρήστος Θωμόπουλος, γιος του ιδρυτή, αναλαμβάνει τα ηνία της ποτοποιίας. Σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα το Ούζο Sans Rival γίνεται ταυτόσημο με την έννοια του εθνικού ποτού της Ελλάδας, μονοπωλώντας την αγορά του ούζου. Την ίδια ανοδική πορεία ακολουθούν και οι εξαγωγές φθάνοντας μέχρι τον μακρινό Παναμά. Το 1971 η Ποτοποιία μετατρέπεται σε Ανώνυμη Εταιρία με δύο σύγχρονα ιδιόκτητα εργοστάσια. Σταδιακά το Ούζο Sans Rival φτάνει να έχει παρουσία σε πάνω από 50 χώρες στον κόσμο.
Την ανωτερότητα του Ούζου Sans Rival πιστοποιούν τα χρυσά μετάλλια που έλαβε στις μεγαλύτερες διεθνείς εκθ έσεις όπως και πολλές άλλες τιμητικές διακρίσεις (Βρυξέλλες 1908, Ρώμη 1911, Αίγυπτος 1912, «προμηθευτή της αυλής της Α.Μ. Β. Γεωργίου Α'»).
Μάλιστα σε έναν από αυτούς ετέθη εκτός συναγωνισμού λόγω της ανώτερης ποιότητας του έναντι του ανταγωνισμού. Λέγεται ότι, το όνομά του το πήρε όταν κάποιος από τους κριτές αναφώνησε δοκιμάζοντάς το “sans rival” δηλαδή χωρίς αντίπαλο.
Το Ούζο Sans Rival έχει παρουσιαστεί σε διεθνή περιοδικά όπως το “Jours de France”, σε κινηματογραφικά έργα όπως στο «Γάμος αλλά Ελληνικά» και στο «Peppermint» και σε βιτρίνες φημισμένων καταστημάτων για τα εκλεκτά προϊόντα τους όπως το “FAUCHON” του Παρισιού ως τυπικού Ελληνικού προϊόντος. Η συνταγή του παραμένει απαράλλακτη πάνω από 100 χρόνια.